-
1 μαργάω
μαργάω, wie μαργαίνω, rasend sein, unsinnig wüthen, von heftiger Kampfeswuth, Aesch. Spt. 362; ἀλλ' ἔσχε μαργῶντ' αὐτόν Eur. Phoen. 1156, ὅς νιν φόνου μαργῶντος ἔσχε, Herc. Fur. 1005; auch μαργῶσαν χέρα, Hec. 1128; gierig sein, μαργῶσα γνάϑος, Aesch. frg. 237.
См. также в других словарях:
μαργώ — μαργῶ, άω (Α) [μάργος] 1. (ιδίως στη μάχη) ορμώ, μαίνομαι («μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένος», Αισχύλ.) 2. φρ. «μαργῶσα γνάθος» λαίμαργο σαγόνι, λαίμαργα δόντια 3. είμαι πολύ πρόθυμος να κάνω κάτι («μαργῶν τ ἐπ ἀλλήλοισιν ἱέναι δόρυ», Ευρ.) 4. (κατά… … Dictionary of Greek